- μίσθιο
- τοβλ. μίσθιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
κτηνομίσθιο — το (Μ κτηνομίσθιον) το μίσθωμα που καταβάλλεται από μισθωτή ζώου στον ιδιοκτήτη του, το αγώγι νεοελλ. το χωριστά συμφωνημένο ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβληθεί από τον μισθωτή αγροτικού κτήματος στον ιδιοκτήτη για τη χρησιμοποίηση ή… … Dictionary of Greek
μίσθιος — ία, ιο (ΑΜ μίσθιος, ία, ιον) [μισθός] αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ ὠνηταῑς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῑς ὁ Λυκοῡργος», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι») 2. το… … Dictionary of Greek
παροχή — Πράξη και αποτέλεσμα του παρέχω. Δόση. Χορηγία. Π. λέγεται και το προσφερόμενο: παροχή νερού κλπ. Ο όρος χρησιμοποιείται και με την έκφραση π. αγωγού, και σημαίνει τον όγκο του ρευστού, υγρού ή αερίου ο οποίος περνά από μία διατομή στη μονάδα του … Dictionary of Greek
ωρομίσθιο — το, Ν αμοιβή για εργασία μιας ώρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ώρα + μισθός + ιο(ν), πρβλ. ημερο μίσθιο] … Dictionary of Greek
ξενοικιάζω — ξενοίκιασα, ξενοικιάστηκα, ξενοικιασμένος, για τον εκμισθωτή και το μισθωτή, λύνω τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, απαλλάσσω το μίσθιο (ακίνητο) από τη σύμβαση μίσθωσης, αδειάζω: Ξενοίκιασα το διαμέρισμα για το καλοκαίρι (το εγκατέλειψα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)